εκσπερματίζω

εκσπερματίζω
μετ. физиол, извергать семя;

εκσπερματίζομαι мед. — страдать поллюцией


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκσπερματίζω" в других словарях:

  • εκσπερματίζω — (AM ἐκσπερματίζω) εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω νεοελλ. (μέσ., ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση αρχ. (για γυναίκα) συλλαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματίζω — εκσπερμάτισα, εκσπερματίστηκα, εκσπερματισμένος, μτβ. 1. βγάζω σπέρμα, χύνω. 2. το μέσ., εκσπερματίζομαι παθαίνω εκσπερμάτιση στον ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκσπερματιεῖ — ἐκσπερματίζω semen emitto fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκσπερματίζω semen emitto fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκσπερματώ — ( όω) (AM ἐκσπερματῶ) νεοελλ. ως μέσ. τού εκσπερματίζω αρχ. 1. μεταβάλλω, μετατρέπω σε σπέρμα 2. μέσ. (για καρπούς) αποκτώ σπόρους, σποριάζω …   Dictionary of Greek

  • εναπερεύγω — ἐναπερεύγω (AM) ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι μσν. μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ έναν τόπο αρχ. (μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω …   Dictionary of Greek

  • επιθορώ — ἐπιθορῶ, όω (Α) εκσπερματίζω, βατεύω, ἐπιθόρνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. επιθόρννμαι «βατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσαπορραίνω — Α 1. εκπέμπω υγρό σαν από κλυστήρα 2. (κυρίως για αρσενικά ζώα) εκχύνω σπέρμα, εκσπερματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορραίνω «ραντίζω, εκχύνω»] …   Dictionary of Greek

  • χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματώνω — εκσπερμάτωσα, εκσπερματώθηκα, εκσπερματωμένος, μτβ., εκσπερματίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»